- ακληρίζω
- (Μ ἀκληρίζω) [ἄκληρος]νεοελλ.ακληριάζωμσν.στερώ κάποιον από εδάφη που τού ανήκουν ή γενικότερα από την περιουσία του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άκληρος — η, ο (Α ἄκληρος, ον) (νεοελλ. και άκλερος, η, ο) νεοελλ. 1. όποιος δεν έχει κληρονόμους, ο άτεκνος 2. όποιος δεν έλαβε μερίδιο από κληρονομιά, δεν κληρονόμησε τίποτε 3. ο δυστυχισμένος, ο κακόμοιρος1 αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει κλήρο γης, ο… … Dictionary of Greek